Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Επιλογή. 

Ετυμολογία

επιλογή < ελληνιστική κοινή ἐπιλογή

Ουσιαστικό

επιλογή θηλυκό
  1. το να αποφασίζει κανείς ότι ένα πράγμα ή πρόσωπο είναι καλύτερο ή πιο κατάλληλο από άλλα για κάτι, το να διαλέγει κανείς κάτι ή κάποιον
  2. η ικανότητα ή δυνατότητα να διαλέξει κανείς κάτι ή κάποιον
  3. ένα από το σύνολο πραγμάτων ή προσώπων από το οποίο μπορεί κανείς να διαλέξει
  4. κάτι η κάποιος που διαλέχτηκε
  5. σύνολο επιλεγμένων στοιχείων
(Πηγή http://el.wiktionary.org/)


Η δύναμη της επιλογής είναι μεγάλη. Το δικαίωμα να την έχουμε, αναφαίρετο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου