Επιλογή.
Ετυμολογία
- επιλογή < ελληνιστική κοινή ἐπιλογή
Ουσιαστικό
επιλογή θηλυκό
- το να αποφασίζει κανείς ότι ένα πράγμα ή πρόσωπο είναι καλύτερο ή πιο κατάλληλο από άλλα για κάτι, το να διαλέγει κανείς κάτι ή κάποιον
- η ικανότητα ή δυνατότητα να διαλέξει κανείς κάτι ή κάποιον
- ένα από το σύνολο πραγμάτων ή προσώπων από το οποίο μπορεί κανείς να διαλέξει
- κάτι η κάποιος που διαλέχτηκε
- σύνολο επιλεγμένων στοιχείων
(Πηγή http://el.wiktionary.org/)
Η δύναμη της επιλογής είναι μεγάλη. Το δικαίωμα να την έχουμε, αναφαίρετο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου