Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

ΔΗΜΗΤΡΑ''Κοιμήσου εγγονάκι μου , το μεγαθήριο που θα δεις όταν ξυπνήσεις είναι δικό σου




Από τα παραμύθια της γιαγιάς μου
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας όχι ιδιαίτερα   φανταχτερός ,γλυκός όμως ασπρομάλλης  , μετρίου αναστήματος  που απόκτησε 5 παιδιά και που αυτά με την σειρά τους, του έκαναν αρκετά εγγόνια. Είχε χτίσει ένα σπίτι όχι πολύ μεγάλο , ούτε πολυτελές -καθαρό όμως - στο κέντρο της Αθήνας και φρόντιζε κάθε μέρα τα παιδιά του να μεγαλώνουν με αρχές και ήθος, με πίστη στις αρχές και αγάπη για τον άνθρωπο. Πούλαγε χρυσό σε μια εποχή που το χρήμα έρεε και  οι πελάτες του ήταν λίγοι και καλοί , ήταν προσηλωμένος και αξιόπιστος σε αυτό που έκανε και η ζωή όλης της οικογένειας κυλούσε ήρεμα , όμορφα και όποιος πέρναγε απ' έξω άκουγε συχνά γέλια και χαρές.
Μια μέρα ένας εργολάβος από την Ευρώπη του πρότεινε να πάρει το σπίτι του για να φτιάξει στη θέση του μια τεράστια πολυκατοικία όπου βέβαια θα διέμεναν και θα είχαν μερίδιο και τα παιδιά του.  
Έψαξε, ρώτησε του πήρε χρόνο πολύ  και στο τέλος αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι του με την προσδοκία ότι οι εργολάβοι θα βοηθούσαν και την οικογένεια του να πάει μπροστά..
Οι εργολάβοι ήρθαν, το σπίτι γκρεμίστηκε και τεράστιες μηχανές κάθε μέρα έσκαβαν και έχτιζαν και ξήλωναν και ξαναέφτιαχναν και τα γέλια σταμάτησαν και η χαρά από κατάσταση έγινε όνειρο σε αναμονή
Τα παιδιά και τα εγγόνια μαθημένα στα δύσκολα , μαθημένα στη δουλειά επέβλεπαν , έκαναν υπομονή και όσο διάστημα διαρκούσαν οι εργασίες παρέμεναν σε ένα παράπηγμα  συνεχίζοντας την δουλειά τους όσο καλύτερα μπορούσαν γιατί η γειτονιά είχε ήδη γεμίσει πολλή σκόνη , χρυσό πια δεν έβρισκαν για να πουλήσουν, η κρίση είχε ξεσπάσει και οι Ευρωπαίοι μαζί με τις μπουλντόζες είχαν φέρει και νέα υλικά όχι τόσα ανθεκτικά όσο ο χρυσός αλλά αρκετά πιο φθηνά που τα διοχέτευσαν στην αγορά και για να δείξουν και τα φιλικά τους συναισθήματα έδωσαν και στα παιδιά και στα εγγόνια  την ευκαιρία να τα πουλούν , έτσι και έγινε .
Ο πατέρας  χάθηκε και μαζί του και ο χρυσός.
Κάποιο διάστημα αργότερα ορθώθηκε ένα τεράστιο μεγαθήριο 5 ορόφων που πήρε την θέση του παλιού αρχοντικού  , γιακάδες έμπαιναν και έβγαιναν και όλοι είχαν μεγάλη χαρά που θα έπαιρναν το κομμάτι που τους άνηκε.
Τα παιδιά και τα εγγόνια πλησίασαν έναν γιακά που τους υποδέχτηκε με περίσσια χαρά και προθυμοποιήθηκε να τους οδηγήσει στα διαμερίσματα τους. Μπήκαν στην είσοδο πήραν το ασανσέρ , μόνο που αντί να πάνε πάνω , πήγαιναν κάτω ,που;
Στο υπόγειο είχαν φτιαχτεί πολυτελή διαμερίσματα , όπου θα στεγάζονταν η οικογένεια του κάθε παιδιού , τα παράθυρα ήταν μικρά και ίσα ίσα έμπαινε το φως του Ήλιου .
Παιδιά και εγγόνια δεν το έβαλαν κάτω, πουλώντας τα νέα υλικά προσπαθούσαν κάθε μέρα να πλησιάσουν την χαρά
Ώσπου μια μέρα άκουσαν ξανά μπουλντόζες και είδαν ξανά σκόνη , σκόνη να μπαίνει από παντού , να πνίγει να σαρώνει, ήταν γιατί το έργο δεν είχε τελειώσει, είχε έρθει η σειρά της αυλής. Η αυλή είχε δοθεί στο δήμο και ο δήμος θα έφτιαχνε αντιπλημμυρικά έργα. Έργα που θα επέτρεπαν στους από πάνω να κοιμούνται ήσυχα και θα έθαβαν τους από κάτω που η χαραμάδα του Ήλιου δεν θα έμπαινε πια από τα παράθυρα τους.
Παιδιά και εγγόνια άντεξαν με λιγότερα χρήματα, με σκόνη και φασαρία , με λιγότερο φως δεν άντεχαν όμως  το  σκοτάδι , δεν είχαν γεννηθεί και δεν είχαν μεγαλώσει και δεν είχαν παλέψει και υπομείνει για αυτό  , το όνειρο τους ήταν άλλο .
Παιδιά και εγγόνια ξεκίνησαν σιγά σιγά να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον , ζήτησαν βοήθεια από τους πάνω και συνεργασία, για να φτιάξουν δίπλα μαζί ένα νέο σπίτι όχι ίσως τόσο μεγάλο αλλά φωτεινό που θα επέτρεπε στους ίδιους να βλέπουν Ήλιο και θα εξασφάλιζε και στους από πάνω ότι ποτέ κανείς δεν θα εμπόδιζε τον δικό τους Ήλιο . ανένδοτοι .
Πήγαν , ξαναπήγαν ξαναπήγαν , μα τίποτα.
Παιδιά και εγγόνια το βαλαν πείσμα : θα δούμε Ήλιο .Μέρα τη μέρα μετέφεραν πέτρες , έφτιαχναν  λάσπη , έχτιζαν.
Και έτσι μετά από κάποιο διάστημα έφτιαξαν μια γκαρσονιέρα μικρή, καθαρή και ηλιόλουστη . Είχαν πετύχει αυτό που ήθελαν.
Πούλησαν τα πολυτελή διαμερίσματα του υπογείου και με αυτά τα χρήματα αγόρασαν ξανά χρυσό τον οποίο μετα πούλησαν και άρχισαν ξανά να αναπτύσσουν την τέχνη τους, η κρίση δεν είχε περάσει μα τώρα είχαν μάθει να δουλεύουν και με χρυσό και με εναλλακτικά υλικά και επειδή είχαν και αρχές και ήθος συνέχισαν και την τέχνη του πατέρα τους  που δεν ήταν άλλη παρά αγάπη για τον άνθρωπο .
Δούλευαν έχτιζαν , δούλευαν έχτιζαν

Κοιμήσου εγγονάκι  μου , το μεγαθήριο που θα δεις όταν ξυπνήσεις είναι δικό σου  
  
Σ.Δ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου